έγχρωμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έγχρωμος η έγχρωμη το έγχρωμο
      γενική του έγχρωμου της έγχρωμης του έγχρωμου
    αιτιατική τον έγχρωμο την έγχρωμη το έγχρωμο
     κλητική έγχρωμε έγχρωμη έγχρωμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έγχρωμοι οι έγχρωμες τα έγχρωμα
      γενική των έγχρωμων των έγχρωμων των έγχρωμων
    αιτιατική τους έγχρωμους τις έγχρωμες τα έγχρωμα
     κλητική έγχρωμοι έγχρωμες έγχρωμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έγχρωμος < (εν-) έγ- + χρώμ(α) + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

έγχρωμος, -η, -ο

  1. που περιέχει ή απεικονίζει πολλά χρώματα και όχι μόνο το μαύρο, το άσπρο και αποχρώσεις του γκρίζου
    έγχρωμη φωτογραφία, έγχρωμη τηλεόραση
     αντώνυμα: ασπρόμαυρος
  2. (και ως ουσιαστικό, για ανθρώπους) όποιος δεν ανήκει στη λευκή φυλή
     αντώνυμα: λευκός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]