αγκυροβόλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκυροβόλημα < αγκυροβολώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκυροβόλημα ουδέτερο
- η ενέργεια του αγκυροβολώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκυροβόλημα
|