αετιδεύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αετιδεύς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀετιδεύς, υποκοριστικού του ἀετός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αετιδεύς αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο ἀετιδεύς)
- (παρωχημένο) ο αετιδέας, το αετόπουλο, το μικρό του αετού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αετιδεύς
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «αετιδεύς» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- αετιδέας - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας & λόγιο αετιδεύς