αιτία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιτία οι αιτίες
      γενική της αιτίας των αιτιών
    αιτιατική την αιτία τις αιτίες
     κλητική αιτία αιτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιτία < αρχαία ελληνική αἰτία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιτία θηλυκό

  1. το γεγονός που προκάλεσε ένα αποτέλεσμα
  2. ο άνθρωπος που προκαλεί ένα αποτέλεσμα
    Εσύ' σαι η αιτία που υποφέρω
  3. το αίτιο γενικά
    Μη μου φορτώνεις την αιτία, εσύ ξεκίνησες τον καβγά
  4. αφορμή
    Τρώγεσαι με τα ρούχα σου και γυρεύεις αιτία να τακωθούμε
    Μη δίνεις αιτίες να μας σχολιάζουν
  5. (γραμματική) πτώσεις που δηλώνουν αιτία σε ορισμένες φράσεις (π.χ. γενική της αιτίας)
  6. κουσούρι, πρόβλημα υγείας
    όταν πουλάς το ζώο να λες και τις αιτίες του
    Εχει την αιτία του που το έκανε ο άνθρωπος (σοβαρό λόγο, κάποιο ντέρτι ή κάποια αρρώστια)
  7. (παρωχημένο) με την πρόθεση εις στη μεσαιωνική Ελλάδα προσδιόριζαν την πηγή της ασθένειας
    Εις αιτίαν εντέρου


Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ο νομος της αιτίας και του αποτελέσματος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]