ακολούθως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακολούθως < ἀκολούθως
Επίρρημα[επεξεργασία]
ακολούθως
- στη συνέχεια
- Πήγε στη γραμματεία και ακολούθως στο γραφείο του υπουργού
- όπως εξηγείται, διευκρίνεται παρακάτω
- Θα πρέπει να ενεργήσουν ως ακολούθως...
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακολούθως