αλησμονώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλησμονώ < α- + λησμονώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αλησμονώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]