αμήν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀμήν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμήν < (ελληνιστική κοινήἀμήν < αρχαία εβραϊκά אמן

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈmin/

Επιφώνημα

αμήν

  1. αληθώς
  2. μακάρι, γένοιτο
  3. (θρησκεία) τυπική κατάληξη προσευχών

Σημειώσεις

  • χαρακτηριστική είναι η φράση που χρησιμοποιούσε ο Ιησούς Χριστός στην αρχή ή στο τέλος των λόγων του: ἀμὴν λέγω ὑμῖν (= αληθώς σας λέγω)

Μεταφράσεις