αμυδρός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀμυδρός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμυδρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμυδρός[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.miˈðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μυ‐δρός

Επίθετο[επεξεργασία]

αμυδρός, -ή (-ά), -ό

  • που δεν φαίνεται καθαρά
 συνώνυμα: ασαφής, δυσδιάκριτος, θαμπός, συγκεχυμένος
 αντώνυμα: λαμπερός, ξεκάθαρος, φωτεινός
μου απομένουν πλέον λίγες αμυδρές αναμνήσεις από την παιδική μου ηλικία
 συνώνυμα: αδύναμος, άτονος, εξασθενημένος
διατηρώ μιαν αμυδρή ελπίδα να περάσω στις εξετάσεις
αμυδρές οι ελπίδες για ανεύρεση άλλων επιζώντων του σεισμού
 συνώνυμα: ελάχιστος

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]