αναβιβάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναβιβάζω < αρχαία ελληνική ἀναβιβάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναβιβάζω (παθητικό: αναβιβάζομαι)

  • κάθε μονοσύλλαβη λέξη (χθών) όταν συντίθεται με άλλη (αυτόχθων) αναβιβάζει τον τόνο
  • τον αναβίβασαν στην εξουσία επειδή εξυπηρετούσε τα συμφέροντά τους
  • το οικονομικοπολιτικό μόρφωμα της Ε.Ε. αποτελεί πεδίο διακύβευσης και συσχετισμών, στο οποίο αναβιβάζονται οι πολιτικές και ταξικές σχέσεις που αποκρυσταλλώνονται στα εθνικά κράτη

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]