αναλυτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αναλυτής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναλυτής οι αναλυτές
      γενική του αναλυτή των αναλυτών
    αιτιατική τον αναλυτή τους αναλυτές
     κλητική αναλυτή αναλυτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναλυτής < αναλύ(ω) + -τής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική analyseur ή την αγγλική analyst[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.na.liˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐λυ‐τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναλυτής αρσενικό (θηλυκό αναλύτρια)

  1. (επάγγελμα) ο ικανός ή κατάλληλος να αναλύσει ένα ειδικό θέμα
    αναλυτής δημοσκοπήσεων
    στρατηγικός αναλυτής
    οικονομικός αναλυτής
    πολιτικός αναλυτής
    αναλυτής της CIA
  2. μηχάνημα που αναλύει δεδομένα
    αναλυτής καυσαερίων
    αναλυτής φάσματος
    αναλυτής ούρων

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αναλυτής

Αναφορές[επεξεργασία]