αναπτυξιακός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπτυξιακός η αναπτυξιακή το αναπτυξιακό
      γενική του αναπτυξιακού της αναπτυξιακής του αναπτυξιακού
    αιτιατική τον αναπτυξιακό την αναπτυξιακή το αναπτυξιακό
     κλητική αναπτυξιακέ αναπτυξιακή αναπτυξιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπτυξιακοί οι αναπτυξιακές τα αναπτυξιακά
      γενική των αναπτυξιακών των αναπτυξιακών των αναπτυξιακών
    αιτιατική τους αναπτυξιακούς τις αναπτυξιακές τα αναπτυξιακά
     κλητική αναπτυξιακοί αναπτυξιακές αναπτυξιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπτυξιακός < ανάπτυξη

Επίθετο[επεξεργασία]

αναπτυξιακός

  1. εκείνος που βοηθά στην ανάπτυξη, την προάγει σε διάφορους τομείς
    αναπτυξιακό πρόγραμμα
  2. ο σχετικός με την ανάτυξη, τη μελέτη της
    αναπτυξιακή ψυχολογία (για παιδιά και εφήβους)
    αναπτυξιακά προβλήματα βρεφών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]