αναπτυξιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναπτυξιακός < ανάπτυξη
Επίθετο[επεξεργασία]
αναπτυξιακός
- εκείνος που βοηθά στην ανάπτυξη, την προάγει σε διάφορους τομείς
- αναπτυξιακό πρόγραμμα
- ο σχετικός με την ανάτυξη, τη μελέτη της
- αναπτυξιακή ψυχολογία (για παιδιά και εφήβους)
- αναπτυξιακά προβλήματα βρεφών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναπτυξιακός
|