ανατροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανατροπή < αρχαία ελληνική ἀνατροπή και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική renversement[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.tɾoˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐τρο‐πή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανατροπή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανατρέπω, το αναποδογύρισμα αντικειμένου
- Διερευνώνται τα αίτια της ανατροπής της λέμβου των μεταναστών
- η αφαίρεση της εξουσίας
- Η ψηφοφορία μπορεί να οδηγήσει και στην ανατροπή της κυβέρνησης
- Ο Αλέκος Παναγούλης επεδίωξε την ανατροπή της χούντας
- απρόσμενη εξέλιξη
- Στο 90ο λεπτό όμως είχαμε ανατροπή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατροπή
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ανατροπή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)