ανατροφοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανατροφοδότηση | οι | ανατροφοδοτήσεις |
γενική | της | ανατροφοδότησης* | των | ανατροφοδοτήσεων |
αιτιατική | την | ανατροφοδότηση | τις | ανατροφοδοτήσεις |
κλητική | ανατροφοδότηση | ανατροφοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανατροφοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανατροφοδότηση < (καθαρεύουσα) ἀνατροφοδότη(σις) + -ση. Αναλύεται σε ανα- + τροφοδότηση
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανατροφοδότηση θηλυκό
- η τροφοδότηση εκ νέου
- (τεχνολογία) ανάδραση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανατροφοδότηση
ανάδραση
|