ανενημέρωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανενημέρωτος < αν- + ενημερώνω + -τος < ενήμερος + -ώνω < εν + ημέρα < αρχαία ελληνική ἡμέρα < ἦμαρ (ημέρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eh₃mr̥ (ζέστη) < *h₂eh₃- (ζεσταίνομαι, καίω)
Επίθετο[επεξεργασία]
ανενημέρωτος, -η, -ο
- που δεν είναι ενημερωμένος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις ενημερώνω και ημέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανενημέρωτος