ανεπίβλεπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανεπίβλεπτος < αν- (στερητικό α-) + επιβλέπ(ω) + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ανεπίβλεπτος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανεπίβλεπτα
- → δείτε τις λέξεις επιβλέπω και βλέπω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεπίβλεπτος
|