ανθυποφορά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνθυποφορά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθυποφορά οι ανθυποφορές
      γενική της ανθυποφοράς των ανθυποφορών
    αιτιατική την ανθυποφορά τις ανθυποφορές
     κλητική ανθυποφορά ανθυποφορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθυποφορά < (ελληνιστική κοινήἀνθυποφορά < αρχαία ελληνική ὑποφορά < ὑποφέρω < φέρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer-. Αναλύεται σε ανθ- + υπο- + φορά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθυποφορά θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]