ανταγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανταγωγή < αντ(ι)- + αγωγή (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική reconvention)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανταγωγή θηλυκό
- (νομικός όρος) αγωγή του εναγόμενου εναντίον του ενάγοντος, επίκληση δικαιώματος του εναγόμενου για δικαστική προστασία έναντι του αντίδικου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανταγωγή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)