ανωνυμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανωνυμία οι ανωνυμίες
      γενική της ανωνυμίας των ανωνυμιών
    αιτιατική την ανωνυμία τις ανωνυμίες
     κλητική ανωνυμία ανωνυμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανωνυμία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανωνυμία θηλυκό

  • η ιδιότητα του να είναι ανώνυμος κάποιος, του να μην ξέρουν άλλοι την ταυτότητά του ούτε προσωπικά του στοιχεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]