αἰγίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πατρῐδ-
ονομαστική αἰγίς αἱ αἰγίδες
      γενική τῆς αἰγίδος τῶν αἰγίδων
      δοτική τῇ αἰγίδ ταῖς αἰγίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν αἰγίδ τὰς αἰγίδᾰς
     κλητική ! αἰγίς* αἰγίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰγίδε
γεν-δοτ τοῖν  αἰγίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αἰγίς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αἰγίς, -ίδος θηλυκό

  1. δέρμα κατσίκας
  2. φόρεμα που φορούσε η ιέρεια της Αθηνάς
  3. αιγίδα ή ασπίδα του Δία από δέρμα κατσίκας
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ἀριστοφάνης, Νεφέλαι, στίχ. 602 (601-602)
    ἥ τ᾽ ἐπιχώριος ἡμετέρα θεὸς | αἰγίδος ἡνίοχος, πολιοῦχος Ἀθάνα,
    και η Αθηνά που κρατά την αιγίδα, της πόλης μας | νά ᾽ρθει η προστάτρα, η θεά της Αθήνας·
    Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 15 (Ο. Παλίωξις παρὰ τῶν νεῶν.), στίχ. 318 (στίχοι 318-319)
    ὄφρα μὲν αἰγίδα χερσὶν ἔχ᾽ ἀτρέμα Φοῖβος Ἀπόλλων, | τόφρα μάλ᾽ ἀμφοτέρων βέλε᾽ ἥπτετο, πῖπτε δὲ λαός.
    Και όσο εκρατούσε ασάλευτην ο Φοίβος την αιγίδα | κτυπούντο κι έπεφταν πολλοί και απ᾽ τα δυο μέρη ομοίως·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  4. (μετεωρολογία) θύελλα, φοβερή καταιγίδα
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Χοηφόροι, στίχ. 592 (501-592)
    πτανά τε καὶ πεδοβάμονα κἀνεμόεντ᾽ ἂν | αἰγίδων φράσαι κότον.
  5. ένδυμα από κατσικίσιο δέρμα
  6. φόρεμα από κατσικίσιο δέρμα, με το οποίο έντυναν τα αγάλματα της θεάς Αθηνάς
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 189.1
    τὴν δὲ ἄρα ἐσθῆτα καὶ τὰς αἰγίδας τῶν ἀγαλμάτων τῆς Ἀθηναίης ἐκ τῶν Λιβυσσέων ἐποιήσαντο οἱ Ἕλληνες·
    Και βέβαια τη φορεσιά και τις αιγίδες των αγαλμάτων της Αθηνάς τα πήραν οι Έλληνες από τις Λίβυσσες·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  7. κόσμημα, που φοριέται στο στήθος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη αἴξ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]