βαστώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βαστῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαστώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαστῶ → και δείτε τη λέξη βαστάω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vaˈsto/

Ρήμα[επεξεργασία]

βαστώ