γενέτειρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενέτειρα < (ελληνιστική κοινή) γενέτειρα < αρχαία ελληνική γενέτειρα, θηλυκό του γενετήρ, (η μητέρα αλλά και η γενέτειρα πόλη) < γίγνομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γενέτειρα θηλυκό
- η πόλη όπου γεννήθηκε κάποιος, η ιδιαίτερη πατρίδα του
- (μαθηματικά)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενέτειρα
|