γιορτάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γιορτάζω < εορτάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʝoɾˈta.zo/

Ρήμα[επεξεργασία]

γιορτάζω (παθητική φωνή: γιορτάζομαι)

  1. έχω την γιορτή μου (ονομαστική, γενέθλια)
  2. έχω λόγους να γιορτάζω για κάτι ευχάριστο σε σχέση με εμένα ή τις προτιμήσεις μου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]