γνώση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γνώση οι γνώσεις
      γενική της γνώσης* των γνώσεων
    αιτιατική τη γνώση τις γνώσεις
     κλητική γνώση γνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γνώσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γνώση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γνῶ(σις) + -ση < γιγνώσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɣno.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνώ‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γνώση θηλυκό

  1. το να γνωρίζει κάποιος κάτι
    Δεν είχα γνώση της κατάστασης.
  2. οι πληροφορίες που αποκτά κάποιος και οι παραστάσεις που σχηματίζει για τον κόσμο και τα πράγματα μετά από την νοητική επεξεργασία των εμπειρικών δεδομένων
    Με τις μελέτες του απέκτησε πλούσιες γνώσεις.
    Ότι γνωρίζω σου ανήκει. Δεν αποκρύπτω γνώση. Δύναμή μου να κρίνω και να γεννώ νέα.
  3. (φιλοσοφία)
    1. το σύνολο των προτάσεων με τις οποίες περιγράφεται, κατανοείται κι ερμηνεύεται η πραγματικότητα
    2. η ουσία και τα αίτια ενός πράγματος ή γεγονότος
  4. η σύνεση
    γερόντου γνώση
  5. μνημονική καταγραφή εθίμων ή διαδικασιών
    Η χειρουργική απαιτεί γνώση κι εμπειρία.
    Ο χορευτής έχει γνώση χορού, ο φυσικός των πειραματικών δεδομένων μα ο πιστός μόνο πίστη και γνώση κειμένων.

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]