γυναικόπαιδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γυναικόπαιδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γυναικόπαιδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. σύνολο από γυναίκες και παιδιά
  2. (σε συμφραζόμενα που αναφέρονται σε πόλεμο) ο άμαχος πληθυσμός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]