διάνυσμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διάνυσμα τα διανύσματα
      γενική του διανύσματος των διανυσμάτων
    αιτιατική το διάνυσμα τα διανύσματα
     κλητική διάνυσμα διανύσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάνυσμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάνυσμα < αρχαία ελληνική διανύω < διά- + ἀνύω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διάνυσμα ουδέτερο

  1. (φυσική, μηχανική) ποσότητα που έχει μέτρο και κατεύθυνση
  2. (μαθηματικά, γραμμική άλγεβρα) στοιχείο διανυσματικού χώρου
  3. (μαθηματικά, γεωμετρία) προσανατολισμένο ευθύγραμμο τμήμα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]