διάσημος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάσημος η διάσημη το διάσημο
      γενική του διάσημου της διάσημης του διάσημου
    αιτιατική τον διάσημο τη διάσημη το διάσημο
     κλητική διάσημε διάσημη διάσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάσημοι οι διάσημες τα διάσημα
      γενική των διάσημων των διάσημων των διάσημων
    αιτιατική τους διάσημους τις διάσημες τα διάσημα
     κλητική διάσημοι διάσημες διάσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάσημος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάσημος[1] < διά + σῆμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈði̯a.si.mos/ & /ˈðʝa.si.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ά‐ση‐μος

Επίθετο[επεξεργασία]

διάσημος, -η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / διάσημος τὸ διάσημον
      γενική τοῦ/τῆς διασήμου τοῦ διασήμου
      δοτική τῷ/τῇ διασήμ τῷ διασήμ
    αιτιατική τὸν/τὴν διάσημον τὸ διάσημον
     κλητική ! διάσημε διάσημον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ διάσημοι τὰ διάσημ
      γενική τῶν διασήμων τῶν διασήμων
      δοτική τοῖς/ταῖς διασήμοις τοῖς διασήμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διασήμους τὰ διάσημ
     κλητική ! διάσημοι διάσημ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διασήμω τὼ διασήμω
      γεν-δοτ τοῖν διασήμοιν τοῖν διασήμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]