διανομέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η διανομέας οι διανομείς
      γενική του
του/της
διανομέα
διανομέως
των διανομέων
    αιτιατική τον/τη διανομέα τους/τις διανομείς
     κλητική διανομέα διανομείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διανομέας < διανομ(ή) + -εύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διανομέας αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) αυτός που διανέμει και κυρίως παραδίδει ορισμένο αντικείμενο στο δικαιούχο
    ταχυδρομικός διανομέας
  2. ονομασία συσκευών, κυρίως ηλεκτρονικών, με τις οποίες γίνεται η διανομή ύλης ή ενέργειας
    διανομέας 802.11g με 4 θέσεις ethernet 10/100
  3. (δίκτυο υπολογιστών) hub: βλ. συνώνυμο πλήμνη [1]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Γιώργος Τράντζας, Ανταλλαγή Αρχείων - Πώς λειτουργεί το P2P και τα Torrent, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2016-05-13. Αρχειοθέτηση 2019-09-03. Προσπέλαση 2020-08-17.