διπολικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δίπολος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διπολικός η διπολική το διπολικό
      γενική του διπολικού της διπολικής του διπολικού
    αιτιατική τον διπολικό τη διπολική το διπολικό
     κλητική διπολικέ διπολική διπολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διπολικοί οι διπολικές τα διπολικά
      γενική των διπολικών των διπολικών των διπολικών
    αιτιατική τους διπολικούς τις διπολικές τα διπολικά
     κλητική διπολικοί διπολικές διπολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διπολικός < δίπολος + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

διπολικός

  1. άλλη μορφή του δίπολος
  2. (μεταφορικά) που βασίζεται σε δύο αντίθετες συνιστώσες

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]