διωγμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διωγμός οι διωγμοί
      γενική του διωγμού των διωγμών
    αιτιατική τον διωγμό τους διωγμούς
     κλητική διωγμέ διωγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διωγμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διωγμός < (διώκω) διωκ- > διωγ- + -μός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ði̯oɣˈmos/ & /ðʝoɣˈmos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διωγμός αρσενικό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διώκω
  2. (ειδικότερα) δράσεις ή διαδικασίες που αποσκοπούν στη δίωξη, την εξόντωση, τον παραγκωνισμό ή την (ηθική κυρίως) απομείωση κάποιου (ατόμου ή συνόλου)

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη διώκω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διωγμός οἱ διωγμοί
      γενική τοῦ διωγμοῦ τῶν διωγμῶν
      δοτική τῷ διωγμ τοῖς διωγμοῖς
    αιτιατική τὸν διωγμόν τοὺς διωγμούς
     κλητική ! διωγμέ διωγμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διωγμώ
γεν-δοτ τοῖν  διωγμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διωγμός < (διώκω) διωκ- > διωγ- + -μός < δίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dih₁- (κινώ γρήγορα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διωγμός αρσενικό

  1. η θήρα, το κυνήγι
  2. καταδίωξη
  3. δίωξη
  4. ενόχληση

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη διώκω

Πηγές[επεξεργασία]