δυσάρεστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δυσάρεστος η δυσάρεστη το δυσάρεστο
      γενική του δυσάρεστου της δυσάρεστης του δυσάρεστου
    αιτιατική τον δυσάρεστο τη δυσάρεστη το δυσάρεστο
     κλητική δυσάρεστε δυσάρεστη δυσάρεστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δυσάρεστοι οι δυσάρεστες τα δυσάρεστα
      γενική των δυσάρεστων των δυσάρεστων των δυσάρεστων
    αιτιατική τους δυσάρεστους τις δυσάρεστες τα δυσάρεστα
     κλητική δυσάρεστοι δυσάρεστες δυσάρεστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσάρεστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσάρεστος (γκρινιάρης, δύστροπος) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική désagréable.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δυσ- + αρεστός.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ðiˈsa.ɾe.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐σά‐ρε‐στος

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσάρεστος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις δυσαρέσκεια, δυσ-, αρεστός και αρέσω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
δῠσᾰρεστο-
ονομαστική / δυσάρεστος τὸ δυσάρεστον
      γενική τοῦ/τῆς δυσαρέστου τοῦ δυσαρέστου
      δοτική τῷ/τῇ δυσαρέστ τῷ δυσαρέστ
    αιτιατική τὸν/τὴν δυσάρεστον τὸ δυσάρεστον
     κλητική ! δυσάρεστε δυσάρεστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δυσάρεστοι τὰ δυσάρεστ
      γενική τῶν δυσαρέστων τῶν δυσαρέστων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυσαρέστοις τοῖς δυσαρέστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυσαρέστους τὰ δυσάρεστ
     κλητική ! δυσάρεστοι δυσάρεστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυσαρέστω τὼ δυσαρέστω
      γεν-δοτ τοῖν δυσαρέστοιν τοῖν δυσαρέστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δυσάρεστος < δυσ- + ἀρεστός

Επίθετο[επεξεργασία]

δυσάρεστος, -ος, -ον, συγκριτικός:δυσαρεστότερος

  1. (στον Αισχύλο) αδιάλλακτος, που δύσκολα κατευνάζεται
    χρειάζεται παράθεμα
  2. ιδιότροπος, δύστροπος, γκρινιάρης
  3. ανικανοποίητος, που δύσκολα ικανοποιείται

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]