εκλείπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκλείπω < αρχαία ελληνική ἐκλείπω < ἐκ + λείπω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκλείπω

  1. σταματώ να υπάρχω, εξαφανίζομαι, χάνομαι
    δεν εξέλειπαν οι φωνές και οι καβγάδες
  2. (μεταφορικά) πεθαίνω
    εξέλειψε πριν αφήσει κληρονομιά στο όνομα του τέκνου του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]