επιτόκιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επιτόκιο τα επιτόκια
      γενική του επιτοκίου
επιτόκιου
των επιτοκίων
    αιτιατική το επιτόκιο τα επιτόκια
     κλητική επιτόκιο επιτόκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιτόκιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιτόκιον, υποκοριστικό του ἐπίτοκος (ετοιμόγεννος) με σημασία όπως στη φράση «τόκοι ἐπίτοκοι» (τόκοι που αποδίδουν πρόσθετους τόκους).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε επι- + τόκ(ος) + -ιο.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.piˈto.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐τό‐κι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

επιτόκιο ουδέτερο

  • (οικονομία) ο τόκος που αντιστοιχεί σε ένα ποσό, εκφρασμένος ως ποσοστό, κατά κανόνα, επί τοις εκατό (%) για χρονικό διάστημα (συνήθως) ενός έτους
    Η ετήσια προθεσμιακή κατάθεση που έκανα την τράπεζα έχει πολύ καλό επιτόκιο, 3% το χρόνο, οπότε για τις 50.000 ευρώ που κατέθεσα θα λάβω μετά από ένα χρόνο τόκο 1.500 ευρώ. (δηλαδή: 50.000 × 0,03 = 1.500)
    Η εξαμηνιαία προθεσμιακή κατάθεση που έκανα την τράπεζα έχει επιτόκιο, 3% το χρόνο, οπότε για τις 50.000 ευρώ που κατέθεσα θα λάβω μετά από έξι μήνες τόκο 750 ευρώ. (δηλαδή: 50.000 × (0,03 : 2) = 750)
    Χρειαζόμουν άμεσα 1.000 ευρώ και αναγκάστηκα να τα σηκώσω από το ATM με την πιστωτική κάρτα μου, παρόλο που το επιτόκιο ήταν πολύ υψηλό, 5% το μήνα. (σε ένα μήνα πρέπει να εξοφληθεί το ποσό των 1.050 ευρώ, 1.000 (αρχικό ποσό) + 50 (τόκος: 1.000 × 0,05))
    και δείτε τη Συζήτηση:επιτόκιο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις επί και τόκος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]