εργατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εργατικός < αρχαία ελληνική ἐργατικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɾ.ɣa.tiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
εργατικός
- που έχει σχέση με τους εργάτες
- εργατικό σωματείο
- που είναι αρκετά δραστήριος και αποδοτικός στην εκτέλεση των καθηκόντων του, που δουλεύει σκληρά κι αποτελεσματικά
- ο Γ. είναι πολύ εργατικός άνθρωπος