θάψος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θάψος < Θάψος (περιοχή της Μεγάλης Ελλάδας, κοντά στις Συρακούσες)

Θάψος τότε, κότινος ή χρυσόξυλο πια, Rhus Cotinus.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θάψος ( & θαψία)

  • ωχρή κίτρινη βαφή που οι Αθηναίοι προμηθεύονταν από την αρχαία φοινικική και μετέπειτα Μεγαρική αποικία Θάψο, σε χερσόνησο, σαν νησί, στα βόρεια των Συρακουσών, στη Σικελία). Οι Μεγαρίτες το εξήγαγαν από τον κότινο ή χρυσόξυλο που και σήμερα το εσωτερικό του βλαστού του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία