θύμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θῦμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θύμα τα θύματα
      γενική του θύματος των θυμάτων
    αιτιατική το θύμα τα θύματα
     κλητική θύμα θύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θύμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θῦμα (ζώο για θυσία) < θύω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θύ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

θύμα ουδέτερο

  1. το άτομο ή το ζώο που δέχεται τα αποτελέσματα μιας εγκληματικής ενέργειας ή μιας φυσικής καταστροφής
  2. (μεταφορικά) άτομο που είναι δεκτικό στο να το εκμεταλλεύονται

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]