ιδιωματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ιδιωματικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία) που αναφέρεται σε ένα γλωσσικό ιδίωμα ή διάλεκτο, σε έναν ιδιωματισμό με σημασία που διαφέρει από την κοινή
- → και δείτε τις λέξεις ιδιωτισμός και έκφραση