ικανότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ικανότητα < από το ικανός.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ικανότητα θηλυκό (πληθυντικός : ικανότητες)
- Η δυνατότητα να κάνει κανείς κάτι.
- Έχει και την ικανότητα και τη θέληση να πετύχει στη ζωή του.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ταλέντο
- δεξιότητα
- επάρκεια
- αποτελεσματικότητα
- τεχνογνωσία
- κλίση
- δυνατότητα
- μέσα
- δύναμη
- δυναμικότητα
- δραστικότητα
- δώρο
- χάρισμα
- ιδιοφυΐα
- εξυπνάδα
- δημιουργικότητα