κάμαρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: καμάρα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάμαρα οι κάμαρες
      γενική της κάμαρας
    αιτιατική την κάμαρα τις κάμαρες
     κλητική κάμαρα κάμαρες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάμαρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κάμαρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈka.ma.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐μα‐ρα
τονικό παρώνυμο: καμάρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμαρα θηλυκό

  1. το δωμάτιο διαμονής, συνηθέστερα υπνοδωμάτιο
  2. η καμπίνα (σε πλοίο)
  3. (μεταφορικά) το μικρό διαμέρισμα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάμαρα < (άμεσο δάνειο) λατινική camera / camara < αρχαία ελληνική καμάρα (αντιδάνειο) [1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: κάμαρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμαρα θηλυκό

  1. (σημασία δωμάτιο) κάμαρα
    1. δωμάτιο
    2. υπνοδωμάτιο
  2. διοικητικό σώμα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]