κάστανα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈka.sta.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κά‐στα‐να
- τονικό παρώνυμο: καστανά
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κάστανα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κάστανο