κέλαδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κέλαδος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κέλαδος αρσενικό

  1. θόρυβος παρόμοιος με αυτόν που κάνουν τα ορμητικά νερά
  2. μουσικός ήχος
  3. δυνατή φωνή

Σύνθετα[επεξεργασία]