καλυμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καλυμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλύπτω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.liˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λυμ‐μέ‐νος
Μετοχή[επεξεργασία]
καλυμμένος, -η, -ο
- σκεπασμένος
- ↪ τα αυτοκίνητα είναι καλυμμένα από το χιόνι
- που κρίνει ικανοποιητικά όσα έχουν ειπωθεί ήδη σε μια συζήτηση και δεν νιώθει ότι χρειάζεται να προσθέσει κάτι ή να θέσει κάποια ερώτηση
- (για επιταγή) που μπορεί ο φέρων να την εξαργυρώσει, αφού ο εκδότης έχει καταθέσει στην τράπεζα το αναγραφόμενο χρηματικό ποσό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αρχαία ελληνικά: κεκαλυμμένος