καρμπόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καρμπόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική carbone < λατινική carbo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ker- (καίω) ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά papier carbone)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καρμπόν ουδέτερο άκλιτο
- ειδικό χαρτί αλειμμένο με μελάνι, που χρησίμευε στην παραγωγή αντιγράφων (χειρόγραφων ή στη γραφομηχανή)
- (μεταφορικά) που μοιάζει πολύ με κάτι άλλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κάρβουνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καρμπόν
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)