κατανομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατανομή οι κατανομές
      γενική της κατανομής των κατανομών
    αιτιατική την κατανομή τις κατανομές
     κλητική κατανομή κατανομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατανομή < κατανέμω + , μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική répartition. Διαφορετικό το ελληνιστικό κατανομή. [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.ta.noˈmi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐νο‐μή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατανομή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις κατανέμω, κατά και νέμω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κατανομή αἱ κατανομαί
      γενική τῆς κατανομῆς τῶν κατανομῶν
      δοτική τῇ κατανομ ταῖς κατανομαῖς
    αιτιατική τὴν κατανομήν τὰς κατανομᾱ́ς
     κλητική ! κατανομή κατανομαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κατανομᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  κατανομαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κατανομή < αρχαία ελληνική κατανέμω +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κατανομή θηλυκό