κλονισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλονισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κλονισμός αρσενικό
- η διατάραξη μιας σταθερής, ισορροπημένης και ήρεμης κατάστασης
- η μη κανονική λειτουργία ενός ζωντανού οργανισμού
- η νοητική ή συναισθηματική διαταραχή που προκαλείται συνήθως από δυσάρεστο ή / και αιφνίδιο γεγονός (νευρικός κλονισμός)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια