κλύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κλύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱlew- (ακούω)
Ρήμα[επεξεργασία]
κλύω
- ακούω
- δίνω την προσοχή μου σε κάτι που ακούω, εισακούω
- υπακούω, συμμορφώνομαι