κοπτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | κοπτικά | ||
γενική | των | κοπτικών | ||
αιτιατική | τα | κοπτικά | ||
κλητική | κοπτικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κοπτικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κοπτικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοπτικά ουδέτερο πληθυντικός
- (γλώσσα) η κοπτική γλώσσα, απόγονος των αρχαίων αιγυπτιακών, μιλήθηκε περίπου από το 200 έως τον 17ο αιώνα, και πλέον είναι η γλώσσα της κοπτικής εκκλησίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κοπτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κοπτικός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)