κώλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈko.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κώ‐λο
- ομόηχα: κόλο, κόλλο
- τονικό παρώνυμο: κολλώ
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- κώλο < κώλ(ον) + -ο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κῶλον [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κώλο ουδέτερο (αρχαιοπρεπές)
- (γραμματική) τμήμα περιόδου με αυτοτελές νόημα· βρίσκεται ανάμεσα σε τελείες (άνω τελείες ή/και τελείες)
- (μετρική) τμήμα του στίχου που αποτελείται από δύο ή περισσότερους πόδες
- (ανατομία) τμήμα του σώματος ανθρώπου ή ζώου· κυρίως τα άκρα
- ↪ τα άνω κώλα
- έκφραση: τινάζω τα κώλα, αφήνω τα κώλα (πεθαίνω)
- (ναυτικός όρος) μονόπλοκο σκοινί που μαζί άλλα συστρέφονται φτιάχνοντας ένα παχύτερο, πιο γερό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- διαφορετική ετυμολογία για το κώλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κώλο στη γραμματική
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- κώλο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
κώλο αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ κώλον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Γραμματική (νέα ελληνικά)
- Μετρική (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)