λάτρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λάτρα οι λάτρες
      γενική της λάτρας
    αιτιατική τη λάτρα τις λάτρες
     κλητική λάτρα λάτρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λάτρα < (αναδρομικός σχηματισμός) λατρ(εύω) + κατάληξη θηλυκού από τη σημασία: υπηρετώ[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈla.tɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λά‐τρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λάτρα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]