λέπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λέπω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lep- (φλούδα, φλοιός)

Ρήμα[επεξεργασία]

λέπω

  1. ξεφλουδίζω, αφαιρώ την εξωτερική στρώση, τον φλοιό, το κέλυφος
  2. (μεταφορικά) δέρνω, ξυλοκοπώ κάποιον
  3. τρώω

Συγγενικά[επεξεργασία]

και τα παράγωγά τους:

Σύνθετα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]