λείπω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λείπω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική λείπω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leykʷ- (λείπω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈli.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λεί‐πω

Ρήμα[επεξεργασία]

λείπω, πρτ.: έλειπα, αόρ.: έλειψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. απουσιάζω, δεν είμαι σε κάποιο σημείο
    πάλι λείπει από το σπίτι του;
  2. με νοσταλγεί κάποιος
    μου λείπουν οι φίλοι μου

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • λίγο έλειψε (να): παραλίγο (να)
  • (αυτό/ κάτι) μας έλειπε (τώρα): λέγεται για κάτι ανεπιθύμητο
  • να (μου/μας) λείπει το βύσσινο: λέγεται για κάτι που δεν θέλουμε
  • (αυτό/αυτά) να σου λείπουν: λέγεται για να τονίσουμε ότι δεν θέλουμε από κάποιον να κάνει κάτι

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
λειπ-, λιπ-, λοιπ- 

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λείπω ήδη τύπος στη μυκηναϊκή 𐀩𐀦𐀕𐀜 (re-qo-me-no, λειπόμενοι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leykʷ- (λείπω). Συγγενικά: γαλλική reliques (λείψανο), γερμανική leihen, αγγλική lend, κ.ά. [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

λείπω

  1. (αμετάβατο) λείπω, απουσιάζω
  2. (μεταβατικό) αφήνω, εγκαταλείπω
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 14 (ξ. Ὀδυσσέως πρὸς Εὔμαιον ὁμιλία.), στίχ. 480 (480-482)
    αὐτὰρ ἐγὼ χλαῖναν μὲν ἰὼν ἑτάροισιν ἔλειπον | ἀφραδίῃς, ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ῥιγωσέμεν ἔμπης, | ἀλλ᾽ ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν.
    Μόνο εγώ είχα την κάπα μου πρωτύτερα αφήσει στους συντρόφους, | χωρίς να το σκεφτώ ο ανόητος, γιατί φαντάστηκα πως παρά ταύτα | δεν θα κινδύνευα να ξεπαγιάσω, πίσω γυρίζοντας μόνο με την ασπίδα μου, ζωσμένος στον λαμπρό χιτώνα μου.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 28.1
    πυθόμενος δὲ ταῦτα Θάσον μὲν ἀπόρθητον λείπει, αὐτὸς δὲ ἐς τὴν Λέσβον ἠπείγετο ἄγων πᾶσαν τὴν στρατιήν.
    Κι όταν πήρε αυτή την πληροφορία, αφήνει τη Θάσο απόρθητη, κι ο ίδιος κίνησε βιαστικά για τη Λέσβο έχοντας μαζί του όλο το εκστρατευτικό σώμα.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 2.15
    ἐπεὶ δ᾽ ἐγγὺς ἐγένοντο οἱ Ἕλληνες, λείπουσιν οἱ βάρβαροι ἀμαχητὶ τὸν μαστόν,
    Την ώρα που πλησίασαν οι Έλληνες, οι βάρβαροι, χωρίς να κάμουν μάχη, εγκαταλείπουν το λόφο.
    Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
  3. (μεταβατικό) αφήνω σαν κληρονομιά
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 106 (106-108)
    Ἀτρεὺς δὲ θνῄσκων ἔλιπεν πολύαρνι Θυέστῃ, | αὐτὰρ ὁ αὖτε Θυέστ᾽ Ἀγαμέμνονι λεῖπε φορῆναι, | πολλῇσιν νήσοισι καὶ Ἄργεϊ παντὶ ἀνάσσειν.
    και τούτος, πριν πεθάνει, το ᾽δωσε στον πολύαρνον Θυέστην, | και ο Θυέστης τ᾽ αφήκε του Αγαμέμνονος να το κρατεί στο χέρι, | να βασιλεύει στα πολλά νησιά και στ᾽ Άργος όλο·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
  4. (σε όρκο ή μαρτυρία) αρνούμαι, δεν δίνω
  5. (για δασμούς, φόρους) δεν πληρώνω
  6. αφήνω κάτι απείραχτο, άθικτο
  7. μεσοπαθητική φωνή:
    1. εγκαταλείπομαι
    2. αφήνω πίσω μου ως ενθύμιο στους μεταγενέστερους
      5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 110.1
      Βασιλεὺς μὲν δὴ οὗτος μοῦνος Αἰγύπτιος Αἰθιοπίης ἦρξε, μνημόσυνα δὲ ἐλίπετο πρὸ τοῦ Ἡφαιστείου ἀνδριάντας λιθίνους δύο μὲν τριήκοντα πήχεων, ἑωυτόν τε καὶ τὴν γυναῖκα, τοὺς δὲ παῖδας ἐόντας τέσσερας, εἴκοσι πήχεων ἕκαστον.
      Ο Αιγύπτιος αυτός βασιλιάς ήταν επίσης ο μόνος που εξουσίαζε και την Αιθιοπία, και από μνημεία άφησε μπροστά στο Ηφαιστείο δύο πέτρινους ανδριάντες, τριάντα πήχες τον καθένα, του εαυτού του και της γυναίκας του, καθώς και των τεσσάρων παιδιών του, είκοσι πήχες τον καθένα.
      Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    3. μένω πίσω, υπολείπομαι
      5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 196.1
      ἔνθα δὴ αἱ Ἑλληνίδες ἵπποι ἐλείποντο πολλόν.
      τότε λοιπόν οι ελληνικές φοράδες έμειναν πολύ πίσω.
      Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
      ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Ἀνάβασις, 4, 5.12
      ἐλείποντο δὲ τῶν στρατιωτῶν οἵ τε διεφθαρμένοι ὑπὸ τῆς χιόνος τοὺς ὀφθαλμοὺς οἵ τε ὑπὸ τοῦ ψύχους τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν ἀποσεσηπότες.
      Από τους Έλληνες στρατιώτες πάλι έμεναν πίσω εκείνοι που είχαν χάσει την όρασή τους από τα χιόνια ή που είχαν πάθει κρυοπαγήματα από τη μεγάλη παγωνιά.
      Μετάφραση (1981): Γεώργιος Δ. Ζευγώλης. Αθήνα:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
    4. μένω ζωντανός
      ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 495
      πολλοὶ μὲν γὰρ τῶν γε δάμεν, πολλοὶ δὲ λίποντο·
      Λοιπόν πολλοί χαλάστηκαν, αλλά και σώθηκαν πολλοί.
      Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    5. αποτυγχάνω σε μια ενέργεια, υστερώ έναντι κάποιου
    6. στερούμαι κάποιο πράγμα
    7. λιποτακτώ
    8. κρατάω απόσταση, είμαι απών, απουσιάζω
    9. έχω έλλειψη από

Σύνθετα[επεξεργασία]

δείτε και τα παράγωγά τους, όπως ἀνεπίλειπτος, ἀνέκλειπτος, ἀδιάλειπτος, διάλειμμα, ἔλλειμμα, ἔκλειψις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]